- ψευδάρθρωση
- η, Νιατρ. συμπτωματική ένωση τών δύο άκρων ενός κατάγματος, με εμφάνιση στοιχείων που θυμίζουν άρθρωση και κάνουν αδύνατη την οριστική πώρωσή του.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudarthrose (< ψευδ[ο]-* + άρθρωση)].
Dictionary of Greek. 2013.